ψυχοθεραπευτικός

ψυχοθεραπευτικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχοθεραπεία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ψυχοθεραπευτικός — ή, ό, Ν [ψυχοθεραπευτής] ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχοθεραπεία («ψυχοθεραπευτική μέθοδος») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”